χαρκολόγος

χαρκολόγος
ὁ, Α
βλ. χαλκολόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • χαλκολόγος — και χαρκολόγος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει χάλκινα νομίσματα 2. (κατ επέκτ.) εισπράκτορας χρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”